Αντιισταμινικά φάρμακα

08/08/2022
Last Modified 08/08/2022
Lampros A. Kalogiros

Αντιισταμινικά: τι είναι;

Τα αντιισταμινικά ή αντισταμινικά φάρμακα είναι ιδιαίτερα χρήσιμα στην αντιμετώπιση παθήσεων, όπου η ισταμίνη παίζει σημαντικό ρόλο. Τέτοια νοσήματα είναι συχνά -αλλά όχι πάντοτε- τα αλλεργικά.

“Τα αντιισταμινικά δεν ανταγωνίζονται ή ελαττώνουν την ισταμίνη, αλλά σταθεροποιούν τον υποδοχέα της σε μία ανενεργή κατάσταση”

Είναι σημαντικό να γνωρίζει κάποιος πως δρουν τα αντιισταμινικά, προκειμένου να αντιληφθεί πότε και πόσο αναμένεται να βοηθήσουν. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι ο κνησμός (φαγούρα) στο δέρμα. Λαμβάνοντας κάποιος αντιισταμινικά χάπια για φαγούρα, θα έχει βελτίωση μόνο εάν πρόκειται για κνησμό που οφείλεται στη δράση της ισταμίνης. Σε πολλές, όμως, περιπτώσεις, όπως τον κνησμό που εμφανίζεται σε συστηματικά νοσήματα (ηπατικά, νεφρικά, κακοήθειες και άλλα) τα αντιισταμινικά είναι ανεπαρκή.

“Τα αντιισταμινικά χάπια δεν είναι πάντοτε αποτελεσματικά στις αλλεργίες”

Ισταμίνη: τι είναι και ποιά η δράση της;

Η ισταμίνη ανήκει σε μία κατηγορία ουσιών που ονομάζονται αμίνες, και αποτελεί ένα -δομικά απλό- αγγελιαφόρο. Στον άνθρωπο παίζει σημαντικό ρόλο, τόσο στη διατήρηση της υγείας, όσο και σε νοσήματα δρώντας σε διάφορα όργανα. Η δράση της καθορίζεται από 4 διαφορετικούς υποδοχείς, οι οποίοι βρίσκονται σε διαφορετικά όργανα με διαφορετικούς ρόλους (Εικόνα 1). 

ισταμίνη αντισταμινικα
Εικόνα 1. Η δράση της ισταμίνης μέσω των υποδοχέων της

“Η ισταμίνη έχει πολυεπίπεδη δράση στον άνθρωπο”

Παράγεται κυρίως -αλλά όχι εξ ολοκλήρου- από κύτταρα που ονομάζονται μαστοκύτταρα και βασεόφιλα. Μετά την παραγωγή της η ισταμίνη μπορεί να δράσει σε διάφορα όργανα, με άλλοτε άλλες επιδράσεις. Συνήθη παραδείγματα φαίνονται στην Εικόνα 2.

Στα πλαίσια της αλλεργίας, η ισταμίνη είναι υπεύθυνη (ή συμμετέχει) για συμπτώματα όπως: ρινική καταρροή, κνησμός (φαγούρα) σε μύτη ή φταρνίσματα, επιπεφυκίτιδα με δάκρυα και κνησμό επιπεφυκότων, εξανθήματα (κοκκινίλες) στο δέρμα με φαγούρα και άλλα.

Εικόνα 2. Παραδείγματα δράσης ισταμίνης σε διάφορα όργανα

Ποια είναι τα διαθέσιμα αντιισταμινικά φάρμακα στην Ελλάδα;

Στα αντιισταμινικά φάρμακα ανήκουν διάφορες δραστικές ουσίες, οι οποίες εμπορικά κυκλοφορούν με μία ή περισσότερες εμπορικές ονομασίες (μάρκες). Κάποια από τα φάρμακα αυτά χρησιμοποιούνται συνηθέστερα για άλλες καταστάσεις, λόγω κατασταλτικών και αντιχολινεργικών δράσεων τους. Τέτοια, είναι τα: 

  • διμενυδράτη (Drimen, Vomex-A, Travelgum) (χρησιμοποιείται κυρίως για τη ανακούφιση της ναυτίας και των εμέτων)
  • μεκλοζίνη (Emetostop) (χρησιμοποιείται για ανακούφιση των εμέτων)

Τα αντιισταμινικά που κυκλοφορούν στη χώρα μας -και κάποια από τα εμπορικά τους ονόματα- είναι τα:

  • χλωρφαιναμίνη (Drastino, Istamex)
  • διμεθινδένη (Fenistil)
  • σετιριζίνη (Cetirgen, Histafren,  Telarix, Zepholin, Znupril)
  • υδροχλωρική σετιριζίνη (Dermizin, Seda, Zirtek)
  • λεβοσετιριζίνη (Contrahist, Levocet, Xozal)
  • λοραταδίνη (Biliranin, Clarityne, Latoren, Ralinet, Utel)
  • δεσλοραταδίνη (Aerius, Desloratadine)
  • φεξοφεναδίνη (Allegra)
  • εμπαστίνη (Kestine)
  • κετοτιφαίνιο (Ketotifen, Noxtor, Zaditen)
  • μιζολαστίνη (Oriens)
  • ρουπαταδίνη (Rupafin)
  • μπιλαστίνη (Bilargen, Bilaz)

“Εάν πρόκειται να υποβληθείτε σε αλλεργικά τεστ, ενημερώστε τον Αλλεργιολόγο σας αν πρόσφατα λάβατε χάπια κατά της ναυτίας. Δεν αποκλείεται να είναι αντιισταμινικά και πιθανώς να αλλοιώσουν τα αποτελέσματα της εξέτασης”

Αντιισταμινικά φάρμακα και παρενέργειες: πότε χρειάζεται προσοχή;

Τα αντιισταμινικά κατηγοριοποιούνται σε παλαιότερα (1ης γενιάς) ή νεότερα (2ης γενιάς) αντιισταμινικά. Κάποια από τα νεότερα, μάλιστα, θεωρούνται αντιισταμινικά τρίτης γενιάς. Η ιδιαιτερότητα των αντιισταμινικών 1ης γενιάς είναι πως διέρχονται από τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό στον εγκέφαλο. Το αποτέλεσμα είναι να παρουσιάζουν πέρα από τις αντιισταμινικές τους ιδιότητες και κατασταλτικές και αντιχολινεργικές δράσεις. 

Αρκετά συχνά τα 1ης γενιάς αντιισταμινικά θα προκαλέσουν καταστολή και υπνηλία, αν και κάποιοι ασθενείς θα εμφανίσουν αϋπνία και διέγερση. Η ξηροστομία λόγω των αντιχολινεργικών ιδιοτήτων τους είναι συχνή, όπως επίσης η κατακράτηση ούρων αλλά και η σύγχυση. Αίσθημα κόπωσης, ζάλη, οι εμβοές (βούισμα των αυτιών), διαταραχές μνήμης και ψυχοκινητικής απόδοσης όπως και μεταβολές στο REM στάδιο του ύπνου είναι μερικές άλλες από τις ανεπιθύμητες δράσεις των παλαιότερων αντιισταμινικών (Εικόνα 3).

αντιισταμινικά φάρμακα παρενέργειες
Εικόνα 3. Πιθανές ανεπιθύμητες αντιδράσεις των 1ης γενιάς αντιισταμινικών

Τα 1ης γενιάς αντιισταμινικά που βρίσκονται σε κυκλοφορία στη χώρα μας είναι τα: 

  • υδροξυζίνη (Atarax)
  • χλωρφαιναμίνη (Drastino, Istamex)
  • διμενυδράτη (Drimen, Vomex-A, Travelgum)
  • διμεθινδένη (Fenistil)
  • κετοτιφαίνιο (Ketotifen, Noxtor, Zaditen)

Λόγω των παραπάνω ανεπιθύμητων αντιδράσεων, η χρήση των αντιισταμινικών χαπιών 1ης γενιάς στα αλλεργικά νοσήματα είναι, πλέον, αναμενόμενα περιορισμένη. 

“Τα πρώτης γενιάς αντιισταμινικά χάπια δεν χρησιμοποιούνται συνήθως στην αντιμετώπιση των αλλεργικών νοσημάτων, λόγω των παρενεργειών τους. Από την άλλη, τα αντισταμινικά νέας γενιάς δεν υστερούν σε δραστικότητα και είναι περισσότερο ασφαλή” 

Τα αντιισταμινικά νέας γενιάς δεν φτάνουν στον εγκέφαλο και ως εκ τούτου οι παρενέργειες τους είναι περιορισμένες. Έχουν αντίστοιχη δραστικότητα με τα παλαιότερα αντιισταμινικά και η δράση τους διαρκεί περισσότερο. Τα νεότερα αντιισταμινικά θα προκαλέσουν σπανιότερα υπνηλία σε κάποιους ασθενείς.

Υπάρχουν περιορισμοί στη χρήση των αντιισταμινικών;

Τα νέας γενιάς αντιισταμινικά φάρμακα, είναι γενικά ασφαλή, αλλά δεν στερούνται περιορισμών. Για τα παιδιά, υπάρχουν σε κάθε αντιισταμινικό συγκεκριμένες ηλικίες από τις οποίες μπορούν να χρησιμοποιηθούν. Παράλληλα, η χρησιμοποίηση αντιισταμινικών 1ης γενιάς σε παιδιά καλό θα είναι να αποφεύγεται, εάν είναι δυνατόν.

Τα αντιισταμινικά χάπια και σπρέι στη διάρκεια της εγκυμοσύνης, θα πρέπει να περιορίζονται αρκετά. Ιδανικά, θα πρέπει να αντικατασταθούν από μη φαρμακολογικές παρεμβάσεις, εάν αυτό είναι εφικτό. Στις περιπτώσεις, όμως, που τα συμπτώματα της αλλεργίας δεν ελέγχονται ικανοποιητικά, η προσέγγιση πρέπει να εξατομικεύεται. Υπάρχουν δεδομένα ασφάλειας για παλαιότερα, όσο και νεότερα αντιισταμινικά που μπορούν να χρησιμοποιηθούν στην κύηση ή το θηλασμό, όταν χρειαστεί.

Στους ηλικιωμένους ασθενείς η χρήση των αντιισταμινικών 1ης γενιάς θα πρέπει να αποφεύγεται, λόγω των αντιχολινεργικών τους δράσεων, όπως και της επίδρασης στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Παράλληλα, θα πρέπει να συνυπολογίζονται και τα υποκείμενα νοσήματα που πιθανώς συνυπάρχουν, τόσο στην επιλογή του κατάλληλου αντιισταμινικού όσο και στη χορηγούμενη δοσολογία. 

Τέτοια είναι μεταξύ άλλων η ηπατική ή νεφρική νόσος, η υπέρταση και άλλα καρδιαγγειακά η ουρολογικά νοσήματα (κατακράτηση ούρων). Παράλληλα, περιορισμοί υπάρχουν για τα περισσότερα αντιισταμινικά και την κατανάλωση αλκοόλ, όπως επίσης και συγκεκριμένων τροφών. Συζητήστε με τον Ιατρό σας τους περιορισμούς για το αντιισταμινικό που θα λάβετε. 

“Τα αντιισταμινικά παραμένουν δραστικά ακόμα και μετά από παρατεταμένη χρήση μηνών. Ο οργανισμός δεν τα ‘συνηθίζει’, ούτε χάνουν τη δραστικότητα τους με το χρόνο”

Αντιισταμινικά νέας γενιάς

Τα πρώτα αντιισταμινικά φάρμακα κυκλοφόρησαν αρχικά την πέμπτη δεκαετία του προηγούμενου αιώνα. Καθώς το προφίλ ασφάλειας των αντιισταμινικών αυτών δεν ήταν ιδιαίτερα ασφαλές, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, δημιουργήθηκε η ανάγκη για νέας γενιάς φαρμακευτικά μόρια. 

Τα νέας γενιάς αντιισταμινικά δεν διαπερνούν -ή διαπερνούν ελάχιστα- τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό και δεν έχουν, συνήθως, σημαντικές επιδράσεις στον εγκέφαλο. Συνεπώς, παρενέργειες όπως η υπνηλία και το αίσθημα κόπωσης είναι περιορισμένες. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι στερούνται ανεπιθύμητων αντιδράσεων ή ότι επιδρούν εξίσου λίγο στο κεντρικό νευρικό σύστημα.

“Κάποια από αντιισταμινικά νέας γενιάς, όπως η φεξοφεναδίνη (Allegra), η δεσλοραταδίνη (Aerius) και η μπιλαστίνη (Bilaz, Bilargen) έχουν μικρότερες -συγκριτικά- επιδράσεις στον εγκέφαλο”

Αποτελεί συχνή αντίληψη πως τα πρώτης γενιάς αντιισταμινικά έχουν ταχύτερη έναρξη δράσης σε σχέση με τα νεότερα. Το παραπάνω δεν ισχύει, όπως έχει αποδειχθεί σε αρκετές μελέτες σύγκρισης της ταχύτητας δράσης αντιισταμινικών φαρμάκων.  Παράλληλα, τα αντιισταμινικά νέας γενιάς έχουν αντίστοιχη δραστικότητα με τα παλαιότερα. 

Τα αντισταμινικά νέας γενιάς ονομάζονται και δεύτερης γενιάς (σε μερικές ταξινομήσεις κάποια αναφέρονται και ως 3ης και 4ης γενιάς αντισταμινικά). Δραστικές ουσίες νεότερων αντιισταμινικών είναι οι:

  • υδροχλωρική σετιριζίνη (Dermizin, Seda, Zirtek)
  • λεβοσετιριζίνη (Contrahist, Levocet, Xozal)
  • λοραταδίνη (Biliranin, Clarityne, Latoren, Ralinet, Utel)
  • δεσλοραταδίνη (Aerius, Desloratadine)
  • φεξοφεναδίνη (Allegra)
  • εμπαστίνη (Kestine)
  • ρουπαταδίνη (Rupafin)
  • μπιλαστίνη (Bilargen, Bilaz)

“Δεν είναι όλα τα αντισταμινικά νέας γενιάς ίδια μεταξύ τους. Διαφέρουν τόσο σε δραστικότητα, όσο και σε ασφάλεια και περιορισμούς”

Ποιο είναι το καλύτερο αντισταμινικό; 

Τα αντιισταμινικά έχουν ευρέως συσχετιστεί με την θεραπεία ασθενών με κνησμό και ρινική καταρροή. Ειδικότερα, αποτελούν χρήσιμο θεραπευτικό μέσο σε ασθενείς με:

  • αλλεργική επιπεφυκίτιδα: χρησιμοποιούνται τόσο αντισταμινικά χάπια, όσο και κολλύρια / οφθαλμικές σταγόνες.
  • αλλεργική ρινίτιδα: έχουν θέση στον περιορισμό των συμπτωμάτων, πλην της ρινικής συμφόρησης (μπούκωμα), όπου φαίνεται να είναι λιγότερο δραστικά. Πέρα από τα  χάπια, υπάρχουν και αντισταμινικά ρινικά σπρέι, όπως και σταθεροί συνδυασμοί αντισταμινικού με ρινικό στεροειδές. Διαβάστε περισσότερα για τη θεραπεία της αλλεργικής ρινίτιδας.
  • κνίδωση: τα αντιισταμινικά χάπια αποτελούν τη βάση της θεραπείας των ασθενών με οξεία ή χρόνια κνίδωση. Σε αυτές συμπεριλαμβάνονται και οι φυσικές κνιδώσεις, όπως η χολινεργική και η κνίδωση εκ ψύχους. Σε δυσκολότερες στον έλεγχο περιπτώσεις, πολλά -αλλά όχι όλα- από τα αντιισταμινικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν και σε μεγαλύτερη δοσολογία.

“Αν και χρησιμοποιούνται εκτεταμένα, τα αντιισταμινικά δεν είναι το φάρμακο εκλογής για την αντιμετώπιση της αναφυλαξίας”

Χωρίς επαρκή δεδομένα αποτελεσματικότητας, τα αντιισταμινικά έχουν χρησιμοποιηθεί σε ασθενείς με: 

  • ατοπική δερματίτιδα, κυρίως για την ελάττωση του κνησμού, χωρίς ικανοποιητικά αποτελέσματα
  • άσθμα
  • αναφυλακτικές αντιδράσεις
  • συχνά χορηγούνται, επίσης, αντιισταμινικά για βήχα, χωρίς όμως η αποτελεσματικότητα τους να είναι πάντα ικανοποιητική.
  • στο κοινό κρυολόγημα, όπου φαίνεται να παίζουν μικρό, μόνο, ρόλο.

“Το καλύτερο αντιισταμινικό δεν υπάρχει, καθώς κάθε ασθενής είναι διαφορετικός. Όχι μόνο από πλευράς νοσημάτων, αλλά και ιδιοσυγκρασίας, υποκείμενων νόσων και προτιμήσεων” 

Ίσως σας ενδιαφέρουν

Βρείτε περισσότερα άρθρα 

Επικοινωνήστε μαζί μας

Προγραμματίστε την επίσκεψη σας στο Ιατρείο
Επικοινωνία
Copyright 2017 - 2024 Lampros A. Kalogiros
magnifiercrosschevron-down